κυματώδης — κῡματώδης , κυματώδης on which the waves break masc/fem acc pl (attic epic doric) κῡματώδης , κυματώδης on which the waves break masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) κῡματώδης , κυματώδης on which the waves break masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυματώδης, -ης, -ες — γεν. ούς, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, κυματοειδής, φουρτουνιασμένος: Η θάλασσα ήταν κυματώδης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κυματωδέστερον — κῡματωδέστερον , κυματώδης on which the waves break adverbial comp κῡματωδέστερον , κυματώδης on which the waves break masc acc comp sg κῡματωδέστερον , κυματώδης on which the waves break neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυματώδει — κῡματώδει , κυματώδης on which the waves break masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) κῡματώδει , κυματώδης on which the waves break masc/fem/neut dat sg κῡματώδεϊ , κυματώδης on which the waves break dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυματώδη — κῡματώδη , κυματώδης on which the waves break neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κῡματώδη , κυματώδης on which the waves break masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κῡματώδη , κυματώδης on which the waves break masc/fem acc sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύμα — Διάδοση μιας διαταραχής περιοδικής μορφής με πεπερασμένη ταχύτητα στον χώρο, αρχικά εντοπισμένης, η οποία περιέχει ή όχι ένα υλικό μέσο. Η διάδοση αυτή δεν συνεπάγεται σε καμία περίπτωση μετακινήσεις του συνόλου του μέσου διάδοσης, αλλά μεταφορά… … Dictionary of Greek
κυματῶδες — κῡματῶδες , κυματώδης on which the waves break masc/fem voc sg κῡματῶδες , κυματώδης on which the waves break neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυματώδεις — κῡματώδεις , κυματώδης on which the waves break masc/fem acc pl κῡματώδεις , κυματώδης on which the waves break masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek
δρεπάνιο — το βοτ. ανθοταξία κυματώδης κατά την οποία όλοι οι πλάγιοι άξονες βρίσκονται στην ίδια πλευρά και σε ένα επίπεδο … Dictionary of Greek